Μιλάμε για μια γλυκαντική ύλη χωρίς θερμίδες που προέρχεται από τα φύλλα του φυτού στέβια (stevia rebaudiana) και είναι 200 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη! Τι σημαίνει αυτό; Ότι μπορεί να την υποκαθιστά –όλη ή μέρος της- σε μια μεγάλη ποικιλία από τρόφιμα και ποτά, όπως ροφήματα, αναψυκτικά, γλυκά, σάλτσες, γιαούρτια κλπ., ώστε να απολαμβάνουμε τις γλυκές γεύσεις που λατρεύουμε, χωρίς ή με μειωμένες θερμίδες. Έτσι, όλοι όσοι πρέπει να περιορίσουμε τη ζάχαρη από το διαιτολόγιό μας, έχουμε τώρα στη διάθεσή μας μία ακόμη γλυκαντική ύλη φυσική προέλευσης, για… ανέμελη απόλαυση!
Και μη βιαστείτε να πείτε ότι, όποιος δεν πρέπει να καταναλώνει ζάχαρη ας μην τρώει γλυκά, γιατί τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά: σύμφωνα με τις έρευνες, η προτίμησή μας προς τη γλυκιά γεύση, που ξεκινά ήδη από τη γέννησή μας, δεν είναι μια απλή συνήθεια ή ιδιοτροπία, αλλά μια… κληρονομιά! Σ’ αυτήν δηλαδή μας οδηγούν τα γονίδιά μας, καθώς φαίνεται πως η γλυκύτητα στη φύση υποδεικνύει προς όλα τα θηλαστικά τις πιο ασφαλείς και θρεπτικές στερεές και υγρές τροφές – τις οποίες οι άνθρωποι αναζητούσαν ανέκαθεν.
Το φυτό στέβια, ένας μικρός θάμνος που ‘συγγενεύει’ με το χαμομήλι, τη μαργαρίτα, το χρυσάνθεμο κλπ., και ενδημεί στην Παραγουάη, ήταν δημοφιλές στους εκεί ιθαγενείς από πάρα πολύ παλιά! Κονιορτοποιούσαν τα φύλλα του και τα χρησιμοποιούσαν για να γλυκάνουν τα ροφήματά τους.
Η γλυκαντική αυτή ύλη, που σήμερα είναι γνωστή με την επιστημονική ονομασία γλυκοζίτες στεβιόλης, προέρχεται από το καλύτερο σε γεύση μέρος του φύλλου του φυτού και δεν περιέχει θερμίδες. Το γεγονός ότι μια ελάχιστη ποσότητα αρκεί για να εξασφαλίσει τη γλυκύτητα στη γεύση, χωρίς να προσθέτει περιττές θερμίδες, σε συνδυασμό με τη φυσική προέλευσή της συνιστούν, μεταξύ άλλων, τη μεγάλη καινοτομία στη χρήση της.
Επιπλέον, η γλυκαντική ύλη από το φυτό στέβια είναι πλήρως εγκεκριμένη και ελεγμένη για την ασφάλειά της. Στην Αμερική, Ιαπωνία, Καναδά, Αυστραλία χρησιμοποιείται ευρύτατα, εδώ και αρκετά χρόνια, ενώ, παρ’όλο που στη Γαλλία η χρήση της έχει εγκριθεί από το 2009, στην υπόλοιπη Ευρώπη η παρουσία της είναι σχετικά πρόσφατη και συγκεκριμένα από τον περασμένο Νοέμβριο που πήρε την έγκριση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.